Η χρησιμότητα του αυτοελέγχου στο σακχαρώδη διαβήτη

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια, εξελισσόμενη νόσος. Ακρογωνιαίοι λίθοι της θεραπευτικής της προσέγγι-
σης είναι η αλλαγή στον τρόπο ζωής (υγιεινο-διαιτητική παρέμβαση) καθώς και η κατάλληλη φαρμακευτική παρέμβα-
ση. Στόχος της θεραπείας είναι η διατήρηση του σακχάρου αίματος εντός φυσιολογικών ορίων και άρα, η εκτίμηση της
γλυκαιμικής εικόνας είναι απαραίτητη προκειμένου να αναθεωρήσουμε ή όχι την ακολουθούμενη θεραπεία. Σε αυτή
την κατεύθυνση, ουσιαστικός είναι ο ρόλος του ίδιου του ασθενή μέσω του τακτικού αυτοελέγχου.
Τι είναι ο αυτοέλεγχος;
Ο αυτοέλεγχος δεν είναι παρά ο προσδιορισμός των επιπέδων σακχάρου αίματος ή ούρων από τον ίδιο τον ασθενή
ή/και το περιβάλλον του, με τα μηχανάκια μέτρησης σακχάρου αίματος και τις ταινίες για τον έλεγχο των ούρων
αντίστοιχα, και η καταγραφή των τιμών, αλλά και η εξέταση του βάρους του σώματός του, καθώς και της υγιεινής των
ποδιών του.
Η εκτίμηση της γλυκαιμικής εικόνας γίνεται:
1) Με τη μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), με τη βοήθεια της οποίας εκτιμάται η συνολική
γλυκαιμική εικόνα για το προηγηθέν διάστημα των τελευταίων 2-3 μηνών και
2) Άμεσα με τη μέτρηση της γλυκόζης σε διάφορα χρονικά σημεία του 24ώρου. Ενδεικτικά, οι μετρήσεις σακχάρου
που χρησιμεύουν ιδιαίτερα είναι αυτές του σακχάρου νηστείας (πρωινή μέτρηση μετά τουλάχιστον 8ωρη νη-
στεία), του μεταγευματικού (2 ώρες μετά την έναρξη των κυρίων γευμάτων) και προγευματικού (αμέσως πριν από
αυτά). Μετρήσεις μπορεί να απαιτηθούν και σε άλλες στιγμές του 24ώρου για την επίλυση ειδικών προβλημάτων
που ανακύπτουν κατά την προσπάθεια της ρύθμισης (υπογλυκαιμικά επεισόδια).
Ο αυτοέλεγχος είναι απαραίτητος ιδιαίτερα για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (ΣΔτ1) καθώς και για τους
ινσουλινοθεραπευόμενους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η σημασία και η αναγκαιότητα του αυτοελέγχου
επισημαίνεται τόσο από την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρία όσο και από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρία.
Ο αυτοέλεγχος σακχάρου του αίματος θεωρείται απαραίτητο συμπλήρωμα της μέτρησης της γλυκοζυλιωμένης αι-
μοσφαιρίνης (HbA1c) και αυτό γιατί η HbA1c δεν παρέχει σαφή εικόνα για την ημερήσια διακύμανση της γλυκόζης.
Επίσης συμβάλλει στην κατάλληλη τροποποίηση της αντιδιαβητικής αγωγής για την επίτευξη γλυκαιμικού ελέγχου.
Η συχνότητά του πρέπει να είναι ανάλογη του χρησιμοποιημένου θεραπευτικού σχήματος, της σταθερότητας των
ευρισκομένων τιμών και των εξατομικευμένων αναγκών και θεραπευτικών στόχων για κάθε ασθενή.
Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, όσο συχνότερος είναι ο αυτοέλεγχος γλυκόζης αίματος τόσο καλύτερα επίπεδα
HbA1c επιτυγχάνονται. Μετα-αναλύσεις σε ασθενείς με ΣΔτ2 που ελάμβαναν αντιδιαβητικά δισκία έδειξαν ότι ο
αυτοέλεγχος γλυκόζης αίματος συσχετίζεται με βελτιωμένο γλυκαιμικό έλεγχο έναντι των διαβητικών ατόμων που
δεν τηρούσαν τον αυτοέλεγχο.
Πραγματοποίηση αυτοελέγχου
Ο αυτοέλεγχος γίνεται σε ολικό τριχοειδικό αίμα με ειδικούς μετρητές (ανακλασίμετρα). Το αποτέλεσμα ανάγεται
αυτόματα από το μετρητή και εμφανίζεται τελικά ως γλυκόζη πλάσματος. Ο σωστός αυτοέλεγχος διέπεται από κά-
ποιους βασικούς κανόνες. Απαραίτητη είναι η χρησιμοποίηση σωστής τεχνικής για την εκτέλεση των μετρήσεων,
ώστε τα αποτελέσματα να είναι αξιόπιστα. Απαιτείται καλή εκπαίδευση και κατά χρονικά διαστήματα επανεκτίμηση
των δεξιοτήτων του ασθενούς ή/και του περιβάλλοντός του.

Ίσως ο πιο βασικός είναι η χρήση των συσκευών και ειδικά των σκαρφιστήρων από ένα άτομο. Δεν πρέπει ποτέ να γίνε-
ται χρήση του ίδιου σκαρφιστήρα σε δύο διαδοχικά άτομα. Για το σωστό αυτοέλεγχο πρέπει να ακολουθούνται τα εξής:
Α) Πλύσιμο των χεριών με σαπούνι και κρύο νερό και στη συνέχεια προσεκτικό και καλό στέγνωμα των χεριών.
Β) Εισαγωγή της ταινίας στο μετρητή σακχάρου.
Γ) Προετοιμασία του σκαρφιστήρα (η χρήση του ίδιου σκαρφιστήρα περισσότερο από μία φορά μπορεί να κάνει τη
μέτρηση εξαιρετικά επώδυνη)
Δ) Χρήση του σκαρφιστήρα για να εξαχθεί μικρή σταγόνα από τα ακροδάκτυλα (χρήση του σκαρφιστήρα σε άλλες
θέσεις πέρα των ακροδακτύλων μπορεί να είναι λιγότερο επώδυνη αλλά μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα
αποτελέσματα)
Σημασία και χρησιμότητα του αυτοελέγχου
Ο αυτοέλεγχος είναι απαραίτητος για τη γλυκαιμική ρύθμιση των διαβητικών που λαμβάνουν ινσουλίνη, διότι:
Α) Πραγματοποιείται αποτελεσματικότερη αναπροσαρμογή των δόσεων της ινσουλίνης από τον ίδιο τον ασθενή,
ανάλογα με τα αποτελέσματα των μετρήσεων.
Β) Τροποποιείται τόσο η περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες όσο και το ωράριο των γευμάτων με τις αναγκαίες τροπο-
ποιήσεις στη δοσολογία της ινσουλίνης.
Γ) Υπάρχει εναρμόνιση της άσκησης με τη θεραπευτική αγωγή.
Δ) Γίνεται αποτελεσματικότερη η αντιμετώπιση οξειών καταστάσεων.
Ε) Επιτυγχάνεται έγκαιρη ανίχνευση και επιβεβαίωση υπογλυκαιμικών επεισοδίων.
Ο αυτοέλεγχος πρέπει να συνιστάται σε ασθενείς που οι ίδιοι ή/και το περιβάλλον τους διαθέτουν τις γνώσεις,
τις δεξιότητες αλλά και την επιθυμία να εντάξουν τον αυτοέλεγχο στο θεραπευτικό τους πρόγραμμα με σκοπό την
επίτευξη και διατήρηση των γλυκαιμικών στόχων. Οι πληροφορίες που αντλούνται είναι πολύ σημαντικές για τον
θεράποντα ιατρό για τη λήψη θεραπευτικών στόχων, όχι μόνο για τα άτομα τα οποία λαμβάνουν ινσουλίνη αλλά και
για εκείνα που βρίσκονται υπό αγωγή με δισκία.
Δηλαδή, ο αυτοέλεγχος:
1) Διευκολύνει την πρόληψη της υπεργλυκαιμίας (με το να ελέγχει ο διαβητικός τη δράση του συγκεκριμένου θερα-
πευτικού σχήματος σε συνδυασμό με τη λαμβανόμενη τροφή και τη δραστηριότητά του).
2) Διευκολύνει την αποκάλυψη και έγκαιρη αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας. Έτσι, διαβητικοί που ασχολούνται με τον
αθλητισμό ή οι έγκυες διαβητικοί έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν άμεσα και αποτελεσματικά το σάκχαρό τους.
3) Συντελεί στην αποτελεσματική φροντίδα και υγιεινή των ποδιών του διαβητικού.
Ποιοι διαβητικοί πρέπει κυρίως να κάνουν αυτοέλεγχο;
1. Οι έγκυες διαβητικοί. Η σημασία της ρύθμισης τόσο κατά τη σύλληψη όσο και κατά την εγκυμοσύνη είναι τεράστι-
ας σημασίας και για την πρόληψη συγγενών ανωμαλιών και για το αίσιο τέλος.
2. Διαβητικοί που κάνουν ινσουλίνη, στους οποίους έχει μεγάλη σημασία η αποφυγή υπογλυκαιμιών, καθώς και οι
διαβητικοί που εμφανίζουν συχνές υπογλυκαιμίες.
3. Διαβητικοί που έχουν αντλία συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης.
4. Στον ασταθή διαβήτη και σε περιπτώσεις ινσουλινοαντοχής.
5. Για την επίλυση ορισμένων ιδιαίτερων προβλημάτων, όπως η νυχτερινή ασυμπτωματική υπογλυκαιμία, η παροδι-
κή απορύθμιση λόγω λοιμώξεων ή εγχειρήσεων κ.α..

Βέβαια, εκτός από τις ομάδες αυτές κάθε διαβητικός πρέπει να ενημερώνεται για τη χρησιμότητα του αυτοελέγχου
και να ενθαρρύνεται να τον εφαρμόζει στο πλαίσιο της όσο το δυνατόν καλύτερης ρύθμισης του διαβήτη του. Η συ-
χνότητα αλλά και τα χρονικά σημεία των μετρήσεων της γλυκόζης κατά τον αυτοέλεγχο διαφέρουν για κάθε άτομο
με διαβήτη και είναι ανάλογα με τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να αναπροσαρμοστεί η θεραπεία,
με το ακολουθούμενο θεραπευτικό σχήμα, τις τιμές γλυκόζης και τους καθοριζόμενους θεραπευτικούς στόχους.
Πιο συγκεκριμένα:
Α) Στα άτομα με ΣΔτ1 ή ΣΔτ2 που λαμβάνουν βασική ινσουλίνη και προγευματικές δόσεις ή φέρουν αντλία συνε-
χούς έγχυσης ινσουλίνης, συνιστώνται 3-7 μετρήσεις το 24ωρο (νηστείας, προγευματικά, μεταγευματικά, προ
του ύπνου και ενίοτε κατά τη διάρκεια της νύκτας)
Β) Στα άτομα με ΣΔτ2 που το θεραπευτικό σχήμα τους περιλαμβάνει μία δόση βασικής ινσουλίνης το 24ωρο, χρειά-
ζεται καθημερινή μέτρηση της γλυκόζης νηστείας. Εάν, παρά την ικανοποιητική ρύθμιση της γλυκόζης νηστείας,
η HbA1c μετά από 2-3 μήνες παραμένει εκτός στόχου συνιστάται μέτρηση και της μεταγευματικής γλυκόζης.
Γ) Στα άτομα με ΣΔτ2 που το θεραπευτικό σχήμα τους περιλαμβάνει δύο δόσεις μειγμάτων ινσουλίνης, απαιτούνται
μετρήσεις της γλυκόζης νηστείας καθώς και προγευματικά το βράδυ.
Δ) Στα άτομα με ΣΔτ2,που στο εφαρμοζόμενο θεραπευτικό σχήμα δεν περιλαμβάνεται ινσουλίνη, συνιστώνται του-
λάχιστον 3 μετρήσεις την εβδομάδα σε εναλλασσόμενα χρονικά σημεία (νηστεία, προγευματικά, μεταγευμα-
τικά).
Ε) Κατά την κύηση, ανεξάρτητα από τον τύπο του διαβήτη, απαιτούνται 4-7 μετρήσεις την ημέρα.
Υπάρχουν και ειδικές περιπτώσεις στις οποίες απαιτούνται πρόσθετες μετρήσεις γλυκόζης (πριν και 2 ώρες μετά τα
γεύματα και περιστασιακά τη νύκτα, μεταξύ 2-3 π.μ.), ανεξάρτητα από τον τύπο του διαβήτη, όταν:
Α) Γίνεται αλλαγή του θεραπευτικού σχήματος.
Β) Αναπροσαρμόζονται οι δόσεις του ακολουθούμενου θεραπευτικού σχήματος.
Γ) Υπάρχει οξεία απορρύθμιση οιασδήποτε αιτιολογίας.
Δ) Εμφανίζονται συχνά υπογλυκαιμικά επεισόδια ή επί ανεπίγνωστης υπογλυκαιμίας.
Επιλογή μετρητή σακχάρου αίματος
Δεν υπάρχει μετρητής σακχάρου αίματος, ο οποίος να υπερτερεί, αλλά η επιλογή πρέπει να γίνει βάσει μιας σειράς
από σημαντικούς παράγοντες, όπως:
Α) Το κόστος. Ενώ δεν υπάρχει κόστος για την απόκτηση του μετρητή θα πρέπει να υπολογιστεί με προσοχή το
κόστος χρήσης αυτού (ταινίες μέτρησης και σκαρφιστήρες).
Β) Η ευκολία στη χρήση. Κάποιοι μετρητές είναι πιο εύκολοι στη χρήση από κάποιους άλλους, ενώ υπάρχει δι-
αφορά στη ποσότητα αίματος που απαιτείται (μικρότερη ποσότητα είναι πιθανόν να συνδέεται με πιο ελαφρύ
<τσίμπημα> ) καθώς και στην ταχύτητα εξαγωγής του αποτελέσματος.
Γ) Η ακρίβεια. Οι νεότεροι μετρητές συνήθως παρέχουν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα.
Δ) Η επιτήδευση. Κάποιοι μετρητές επιτρέπουν την εισαγωγή στοιχείων, τα οποία συνδέονται με γεγονότα, τα
οποία με τη σειρά τους είναι πιθανόν να επιδρούν στο αποτέλεσμα (κατανάλωση φαγητού, άσκηση), ενώ κάποιοι
άλλοι συνοδεύονται από ανάλογο λογισμικό, το οποίο επιτρέπει τη μεταφορά των αποτελεσμάτων στον υπολο-
γιστή και την περαιτέρω επεξεργασία αυτών (μέση τιμή ανά ημέρα-εβδομάδα, γραφικές παραστάσεις σακχάρου
νηστείας και μεταγευματικού).
Ε) Για άτομα με προβλήματα όρασης θα πρέπει να επιλέγονται μετρητές με μεγάλες οθόνες ή ακόμα και <ομιλού-
ντες> μετρητές.
71
σελ.
Ακρίβεια του αυτοελέγχου
Η ακρίβεια του αυτοελέγχου μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των ταινιών
μέτρησης και του μετρητή. Όταν συγκρίνεται η τιμή του σακχάρου αίματος κατά τον αυτοέλεγχο με την ανάλογη
τιμή (αιμοληψία την ίδια ακριβώς στιγμή) του εργαστηρίου δεν θα πρέπει να παρουσιάζεται απόκλιση στην τιμή του
μετρητή μεγαλύτερη του 15% σε σχέση με την αντίστοιχη τιμή του εργαστηρίου. Μεγαλύτερες αποκλίσεις αποτελούν
ένδειξη πιθανού προβλήματος του μετρητή.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων κατά τον αυτοέλεγχο με τη βοήθεια των μετρητών σακχάρου είναι συνήθως ακριβή.
Θα πρέπει όμως τα αποτελέσματα να επαναξιολογούνται όταν δεν ταιριάζουν με τα συμπτώματα των ασθενών. Οι με-
τρητές σακχάρου παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις κατά τη διάρκεια των υπογλυκαιμιών. Επίσης παρουσιάζεται
μικρότερη ακρίβεια όταν για τις μετρήσεις δεν χρησιμοποιείται σταγόνα αίματος από τα ακροδάκτυλα του ασθενούς
αλλά από άλλες θέσεις. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, αν ο ασθενής χρησιμοποιεί σταθερά κάποιο άλλο σημείο (πέρα
των ακροδακτύλων) για τον αυτοέλεγχο. Παρόλα αυτά όταν το σάκχαρο του αίματος αυξάνεται γρήγορα (π.χ μετά
το φαγητό) ή μειώνεται γρήγορα (π.χ. μετά τη χορήγηση ινσουλίνης ή μετά από άσκηση), τα αποτελέσματα του αυ-
τοελέγχου από άλλες θέσεις πέρα των ακροδακτύλων μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα και κατά
συνέπεια σε λανθασμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Συνεχής καταγραφή γλυκόζης
Το σύστημα συνεχούς καταγραφής γλυκόζης χρησιμοποιεί έναν αισθητήρα γλυκόζης ενσωματωμένο σε μια μικρή
βελόνα, ο οποίος τοποθετείται υποδόρια και μετρά συνεχώς το επίπεδο του σακχάρου στο μεσοκυττάριο υγρό.
Κάθε πολύ χαμηλή ή πολύ υψηλή τιμή γλυκόζης του συστήματος συνεχούς καταγραφής της γλυκόζης, ειδικά για τα
μηχανήματα που δίδουν άμεσα το αποτέλεσμα της μέτρησης, πρέπει να επιβεβαιώνεται με μέτρηση με το ανακλασί-
μετρο πριν ληφθούν ειδικά μέτρα αντιμετώπισης υπεργλυκαιμίας ή υπογλυκαιμίας.
Υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις χρήσης του συστήματος συνεχούς καταγραφής:
Α) Ασθενείς με ΣΔτ1 ηλικίας μεγαλύτερης των 25 ετών που θεραπεύονται με πολλαπλές ενέσεις ινσουλίνης (εντα-
τικοποιημένο σχήμα ινσουλινοθεραπείας) ή φέρουν αντλία ινσουλίνης.
Β) Ασθενείς με συχνά επεισόδια υπογλυκαιμίας ή ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία.
Γ) Παιδία και έφηβοι με ΣΔτ1. Σε αυτούς η συνεχής καταγραφή μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη ρύθμιση της
γλυκαιμίας, κάτι το οποίο δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς.
Αυτοέλεγχος γλυκόζης ούρων
Ο αυτοέλεγχος της γλυκόζης των ούρων με τη χρήση ειδικών ταινιών, είναι μέθοδος έμμεσης εκτίμησης της γλυ-
καιμικής ρύθμισης. Γλυκοζουρία εμφανίζεται όταν η συγκέντρωση της γλυκόζης στο πλάσμα υπερβεί το νεφρικό
ουδό αποβολής γλυκόζης, ο οποίος συνήθως είναι περί τα 180 mg/dl, αλλά μπορεί σε ορισμένα άτομα να είναι ή
υψηλότερος ή χαμηλότερος.
Η παρουσία/απουσία γλυκόζης στα ούρα σημαίνει, ότι κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την προηγού-
μενη μέχρι την παρούσα ούρηση, η τιμή της γλυκόζης πλάσματος υπερέβη/δεν υπερέβη το νεφρικό ουδό. Δεν μπορεί
όμως να καθοριστεί, εάν η γλυκόζη πλάσματος ήταν υψηλότερη από το νεφρικό ουδό για ολόκληρο ή για μέρος του
χρονικού αυτού διαστήματος.
Η απουσία γλυκοζουρίας σε δείγμα ούρων 3-4 ώρες μετά από γεύμα, αφού ο ασθενής έχει ουρήσει πριν από το γεύμα
και χωρίς να έχει μεσολαβήσει ενδιάμεση ούρηση, αποτελεί έμμεση εκτίμηση επίτευξης του μεταγευματικού στόχου
(<180 mg/dl) υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο νεφρικός ουδός απέκκρισης γλυκόζης είναι περί τα180 mg/dl.

Ο έλεγχος της γλυκόζης ούρων είναι εξαιρετικά χρήσιμος και μπορεί να είναι επαρκής τρόπος εκτίμησης της ρύθ-
μισης σε άτομα με ΣΔτ2 μεγαλύτερης ηλικίας, που δε λαμβάνουν ινσουλίνη και στα οποία ο γλυκαιμικός στόχος
HbA1c>7,0%.
Βασικό μειονέκτημα του αυτοελέγχου της γλυκόζης των ούρων είναι η αδυναμία παροχής πληροφοριών για την
εμφάνιση πιθανών υπογλυκαιμιών.
Συμπέρασμα
Τα πλεονεκτήματα του αυτοελέγχου μπορούν συμπερασματικά, να συνοψιστούν ως εξής:
1) Δίδεται η δυνατότητα να επιτευχθεί καλή ρύθμιση του σακχάρου, τόσο στην καθημερινή ζωή του διαβητικού όσο
και κατά τη διάρκεια γεγονότων όπως λοίμωξη, εγχείρηση κ.α., μέσω της συλλογής και της αξιολόγησης των
στοιχείων.
2) Γίνεται ευκολότερη η κατανόηση της νόσου από το διαβητικό και η ενεργή συμμετοχή του σε αυτή, με αποτέλεσμα
την καλύτερη κοινωνική και επαγγελματική του προσαρμογή.
3) Μειώνεται η συχνότητα εισαγωγής στο νοσοκομείο.
4) Δυνητικά, μειώνεται η συχνότητα και η βαρύτητα των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη.
Άρα λοιπόν, μπορεί να ειπωθεί ότι η παρακολούθηση και κυρίως ο αυτοέλεγχος είναι ένας τομέας με πολύ μεγάλη
σημασία, που συμβάλλει στην καλύτερη ποιότητα ζωής του διαβητικού, εφόσον, βέβαια, χρησιμοποιηθεί σωστά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνική Διαβητολογική Εταιρία, Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Διαχείριση του Διαβητικού Ασθενούς 2013, Κεφ.10 (σελ.47-50)
American Diabetes Association. Executive Summary: Standards of Medical Care in Diabetes 2009.Diabetes Care 2009;32 (Suppl 1):
S6-S12.
Khaw KT, Wareham N, Bingham S, Luben R, Welch A, Day N. Association of hemoglobin A1c with cardiovascular disease and mortality in
adults: the European Prospective Investigation into Cancer in Norflok. Ann Inter Med 2004; 141: 413=420.
International Diabetes Federation Clinical Guidelines Task Force. Global Guideline for Type 2 Diabetes. Chapter 6: Glucose control
levels. International Diabetes Federation 2005, pp 26-28, www.idf.org.
Dailey G. Assessing Glycemic Control With Self-monitoring of Blood Glucose and Hemoglobin A1c Measurements. Mayo Clin Proc
2007;82:229-236
Gerich JE, Odawara M, Terauchi Y. The rationale for paired pre- and postprandial self-monitoring of blood glucose: the role of glycemic
variability in micro- and macrovascular risk. Curr Med Res Opin 2007; 23:1791-1798.
Estey AL, Tan MH, Mann K. Follow-up intervention: its effect on compliance behavior to a diabetes regimen: Diabetes Educ 1990; 16:
291-295.
Gang S, Zisser H, Schwartz S, et al. Improvement in glycemic excursions with a transcutaneous, real-time continuous glucose sensor:
a randomized controlled trial. Diabetes Care 2006; 29:44-50.